-
1 ἵστημι
ἵστημι, ἱστᾶσι, imp. ἵστη, inf. ἱστάμεναι, ipf. iter. ἵστασκε, 3 pl. ἵστασαν, fut. inf. στήσειν, aor. 1 ἔστησα, στῆσα, aor. 2 ἔστην, στῆν, 3 pl. ἔστησαν, ἔσταν, στάν, iter. στάσκε, subj. στήῃς, στήῃ, 1 pl. στέωμεν, στείομεν, perf. ἕστηκα, du. ἕστατον, 2 pl. ἕστητε, 3 pl. ἑστᾶσι, subj. ἑστήκῃ, imp. ἕσταθι, ἕστατε, inf. ἑστάμεν(αι), part. ἑσταότος, etc., also ἑστεῶτα, etc., plup. 1 pl. ἕσταμεν.—Mid. (and pass.), ἵσταμαι, imp. ἵστασο, ipf. ἵστατο, fut. στήσομαι, aor. 1 στήσαντο, στήσασθαι, -σάμενος, aor. pass. ἐστάθη: I. trans. (pres., ipf., fut., and aor. 1 act.), set in place, set on foot, cause to stand, rise, or stop; of marshalling soldiers, στίχας, λᾶόν, Β , Il. 6.433; causing clouds, waves, to rise, Od. 12.405, Il. 21.313; bringing horses to a standstill, ships to anchor, Il. 5.368, Od. 3.182; metaph., ‘excite,’ ‘rouse,’ battle, strife, Od. 11.314, Od. 16.292; weigh, Il. 19.247, Il. 22.350, Il. 24.232.— Mid. aor. 1 is causative, set up or set on foot for oneself, or something of one's own, κρητῆρα, ἱστόν, met., μάχην, Ζ 528, Il. 1.480, Od. 9.54.—II. intrans. (pass., fut. mid., aor. 2 and perf. and plup. act.), place oneself, come to a stand, rise, perf. and plup., stand; κῦμα ἵσταται, Il. 21.240; ὀφθαλμοὶ ὡσεὶ κέρᾶ ἕστασαν, ‘were fixed,’ Od. 19.211 ; στῆ δ' ὀρθός, ὀρθαὶ τρίχες ἔσταν, Il. 24.359; met., νεῖκος ἵσταται, ἕβδομος ἑστήκει μείς, ‘had set in,’ Il. 19.117 ; μὴν ἱστάμενος, ‘beginning of the month,’ Od. 14.162, Od. 19.307; of spring, Od. 19.519; aor. pass., ὁ δ' ἐστάθη ἠύτε πέτρη, Od. 17.463.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἵστημι
-
2 πέτρα
A rock; freq. of cliffs, ledges, etc. by the sea,λισσὴ αἰπεῖά τε εἰς ἅλα πέτρη Od.3.293
, cf. 4.501, etc.; χῶρος λεῖος πετράων free from rocks, of a beach, 5.443 ;π. ἠλίβατος.. ἁλὸς ἐγγὺς ἐοῦσα Il.15.618
, etc.; χοιρὰς π. Pi.P.10.52; also, rocky peak or ridge, αἰγίλιψ π. Il.9.15, etc.;ἠλίβατος 16.35
, etc.; λιττὰς π. Corinn.Supp.1.30, cf.A.Supp. 796 (lyr.); π. Λενκάς, 'ωλενίη, etc., Od.24.11, Il.11.757, etc.; π. σύνδρομοι, Συμπληγάδες, Pi.P.4.209, E.Med. 1264(lyr.); πρὸς πέτραις ὑψηλοκρήμνοις, of Caucasus, A.Pr.4, cf. 31, 56, al.; π. Δελφίς, π. δίλοφος, of Parnassus, S.OT 464(lyr.), Ant. 1126(lyr.);π. Κωρυκίς A.Eu.22
; π. Κεκροπία, of the Acropolis, E. Ion 936.2 π. γλαφυρή a hollow rock, i.e. a cave, Il.2.88, cf. 4.107; σπέος κοιλῇ ὑπὸ π. Hes. Th. 301; δίστομος π. cave in the rock with a double entrance, S.Ph.16, cf. 937; κατηρεφεῖς αὐτῇ τῇ π. Pl.Criti. 116b;π. ἀντρώδης X.An.4.3.11
;τόπος κύκλῳ πέτραις περιεχόμενος IG42(1).122.21
(Epid.); ἕως τῆς π. down to virgin rock, PCair.Zen.172.14 (iii B.C.), OGI672 (Egypt, i A. D.), cf. Ev.Matt.16.18.3 mass of rock or boulder, Od.9.243, 484, Hes.Th. 675 ;πέτρας κυλινδομένα φλόξ Pi.P.1.23
;ἐκυλίνδουν πέτρας X.An.4.2.20
, cf. Plb.3.53.4.4 stone as material, π. λαρτία, Τηΐα, SIG581.97 (Crete, iii/ii B. C.), 996.13 (Smyrna, i A. D.): distd. from πέτρος (q. v.), which is v.l. in X.l.c.; πέτρᾳ shd. be read in S.Ph. 272 ; the distn. is minimized by Gal.12.194.II prov., οὐκ ἀπὸ δρυὸς οὐδ' ἀπὸ πέτρης, etc. (v. δρῦς); as a symbol of firmness,ὁ δ' ἐστάθη ἠΰτε π. ἔμπεδον Od.17.463
; of hard-heartedness,ἐκ πέτρας εἰργασμένος A.Pr. 244
;ἁλίαν π. ἢ κῦμα λιταῖς ὢς ἱκετεύων E.Andr. 537
(anap.); cf.πέτρος 1.2
. (Written πε-τε-ρα in a text with musical accompaniment, Pae.Delph.5.)
См. также в других словарях:
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek